- κόντεμα
- και κόντημα, το [κονταίνω]1. το αποτέλεσμα τού κονταίνω, βράχυνση2. το αποτέλεσμα τού κοντεύω, προσέγγιση, πλησίασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόντεμα — το, ατος 1. η ενέργεια του κονταίνω, μίκρεμα. 2. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κοντεύω, πλησίασμα, ζύγωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόντημα — το βλ. κόντεμα … Dictionary of Greek
κόντυμα — το κόντεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύνω, άλλο τ. τού κονταίνω] … Dictionary of Greek
μπέζα — η ναυτ. σύνδεσμος με τον οποίο επιτυγχάνεται το κόντεμα τού σχοινιού χωρίς να κοπούν ή να λυθούν τα άκρα του, η σφενδόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bez] … Dictionary of Greek
ιδέα — η 1. τέλεια μορφή που συλλαμβάνουμε για κάτι: Ιδέα της τέλειας ισότητας. 2. έννοια κάποιου πράγματος ή ιδιότητας: Ιδέα του Θεού. – Ιδέα της πατρίδας. 3. ιδανικό, ιδεώδες: Ιδέα της ελευθερίας. – Ιδέα της δικαιοσύνης. 4. γνώμη που έχουμε για κάτι:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)